- ακροπενθης
- ἀκροπενθήςἀκρο-πενθής2горько скорбящий
(Περσίδες Aesch. - v. l. ἁβροπενθής)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Περσίδες Aesch. - v. l. ἁβροπενθής)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] … Dictionary of Greek
ἀκροπενθής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροπενθεῖς — ἀκροπενθής masc/fem acc pl ἀκροπενθής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek